χωρονομικός

χωρονομικός
χωρονομικός, ή, όν, ([etym.] νέμω)
A of or for the distribution of land, νόμος χ., = Lat. lex agraria, D.H.10.36.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χωρονομικός — ή, ό / χωρονομικός, ή, όν, ΝΑ [χωρονομῶ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διανομή τών γαιών μιας χώρας αρχ. φρ. «χωρονομικὸς νόμος» ο κληρουχικός νόμος (Διον. Αλ.) …   Dictionary of Greek

  • χωρονομικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χωρονομία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χωρονομικόν — χωρονομικός of masc acc sg χωρονομικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”